γομφωτικός

γομφωτικός
γομφωτικός, -ή, -όν (Α)
1. ο σχετικός με τη στερέωση με καρφιά ή πασσάλους
2. το θηλ. ως ουσ. η γομφωτική
η ξυλουργία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γομφωτικῆς — γομφωτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γομφωτική — γομφωτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”